Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωλύω
κωλωτοειδής
κῶμα
κωμάδιος
κωμάζω
κωμαίνω
κωμαῖος
κώμακον
κώμαξ
κωμαρχέω
κωμάρχης
κωμαρχία
κώμαρχος
κωμασία
κωμασμός
κωμαστήριον
κωμαστής
κωμαστικός
κωματίζομαι
κωματώδης
κώμη
View word page
κωμάρχης
the head man of a village
ShortDef
the head man of a village
Debugging
Headword:
κωμάρχης
Headword (normalized):
κωμάρχης
Headword (normalized/stripped):
κωμαρχης
IDX:
51611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51612
Key:
Data
{'content': 'the head man of a village'}