Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωλύφιον
κωλύω
κωλωτοειδής
κῶμα
κωμάδιος
κωμάζω
κωμαίνω
κωμαῖος
κώμακον
κώμαξ
κωμαρχέω
κωμάρχης
κωμαρχία
κώμαρχος
κωμασία
κωμασμός
κωμαστήριον
κωμαστής
κωμαστικός
κωματίζομαι
κωματώδης
View word page
κωμαρχέω
to be comarch, head man of a village
ShortDef
to be comarch, head man of a village
Debugging
Headword:
κωμαρχέω
Headword (normalized):
κωμαρχέω
Headword (normalized/stripped):
κωμαρχεω
IDX:
51610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51611
Key:
Data
{'content': 'to be comarch, head man of a village'}