Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωλυτός
κωλύφιον
κωλύω
κωλωτοειδής
κῶμα
κωμάδιος
κωμάζω
κωμαίνω
κωμαῖος
κώμακον
κώμαξ
κωμαρχέω
κωμάρχης
κωμαρχία
κώμαρχος
κωμασία
κωμασμός
κωμαστήριον
κωμαστής
κωμαστικός
κωματίζομαι
View word page
κώμαξ
debauchee

ShortDef

debauchee

Debugging

Headword:
κώμαξ
Headword (normalized):
κώμαξ
Headword (normalized/stripped):
κωμαξ
IDX:
51609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51610
Key:

Data

{'content': 'debauchee'}