Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωλυτικός
κωλυτός
κωλύφιον
κωλύω
κωλωτοειδής
κῶμα
κωμάδιος
κωμάζω
κωμαίνω
κωμαῖος
κώμακον
κώμαξ
κωμαρχέω
κωμάρχης
κωμαρχία
κώμαρχος
κωμασία
κωμασμός
κωμαστήριον
κωμαστής
κωμαστικός
View word page
κώμακον
spice-nutmeg
ShortDef
spice-nutmeg
Debugging
Headword:
κώμακον
Headword (normalized):
κώμακον
Headword (normalized/stripped):
κωμακον
IDX:
51608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51609
Key:
Data
{'content': 'spice-nutmeg'}