Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωλυτής
κωλυτικός
κωλυτός
κωλύφιον
κωλύω
κωλωτοειδής
κῶμα
κωμάδιος
κωμάζω
κωμαίνω
κωμαῖος
κώμακον
κώμαξ
κωμαρχέω
κωμάρχης
κωμαρχία
κώμαρχος
κωμασία
κωμασμός
κωμαστήριον
κωμαστής
View word page
κωμαῖος
of a village
ShortDef
of a village
Debugging
Headword:
κωμαῖος
Headword (normalized):
κωμαῖος
Headword (normalized/stripped):
κωμαιος
IDX:
51607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51608
Key:
Data
{'content': 'of a village'}