Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωλυτήριος
κωλυτής
κωλυτικός
κωλυτός
κωλύφιον
κωλύω
κωλωτοειδής
κῶμα
κωμάδιος
κωμάζω
κωμαίνω
κωμαῖος
κώμακον
κώμαξ
κωμαρχέω
κωμάρχης
κωμαρχία
κώμαρχος
κωμασία
κωμασμός
κωμαστήριον
View word page
κωμαίνω
to be drowsy
ShortDef
to be drowsy
Debugging
Headword:
κωμαίνω
Headword (normalized):
κωμαίνω
Headword (normalized/stripped):
κωμαινω
IDX:
51606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51607
Key:
Data
{'content': 'to be drowsy'}