Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωλυτέον
κωλυτέος
κωλυτήριος
κωλυτής
κωλυτικός
κωλυτός
κωλύφιον
κωλύω
κωλωτοειδής
κῶμα
κωμάδιος
κωμάζω
κωμαίνω
κωμαῖος
κώμακον
κώμαξ
κωμαρχέω
κωμάρχης
κωμαρχία
κώμαρχος
κωμασία
View word page
κωμάδιος
of a κῶμος

ShortDef

of a κῶμος

Debugging

Headword:
κωμάδιος
Headword (normalized):
κωμάδιος
Headword (normalized/stripped):
κωμαδιος
IDX:
51604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51605
Key:

Data

{'content': 'of a κῶμος'}