Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κώλυσις
κωλυτέον
κωλυτέος
κωλυτήριος
κωλυτής
κωλυτικός
κωλυτός
κωλύφιον
κωλύω
κωλωτοειδής
κῶμα
κωμάδιος
κωμάζω
κωμαίνω
κωμαῖος
κώμακον
κώμαξ
κωμαρχέω
κωμάρχης
κωμαρχία
κώμαρχος
View word page
κῶμα
deep sleep, slumber
ShortDef
deep sleep, slumber
Debugging
Headword:
κῶμα
Headword (normalized):
κῶμα
Headword (normalized/stripped):
κωμα
IDX:
51603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51604
Key:
Data
{'content': 'deep sleep, slumber'}