Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωλυσιεργέω
κωλυσιεργός
κώλυσις
κωλυτέον
κωλυτέος
κωλυτήριος
κωλυτής
κωλυτικός
κωλυτός
κωλύφιον
κωλύω
κωλωτοειδής
κῶμα
κωμάδιος
κωμάζω
κωμαίνω
κωμαῖος
κώμακον
κώμαξ
κωμαρχέω
κωμάρχης
View word page
κωλύω
to let, hinder, check, prevent

ShortDef

to let, hinder, check, prevent

Debugging

Headword:
κωλύω
Headword (normalized):
κωλύω
Headword (normalized/stripped):
κωλυω
IDX:
51601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51602
Key:

Data

{'content': 'to let, hinder, check, prevent'}