Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωλυσανέμας
κωλυσίδειπνος
κωλυσιδρόμης
κωλυσιεργέω
κωλυσιεργός
κώλυσις
κωλυτέον
κωλυτέος
κωλυτήριος
κωλυτής
κωλυτικός
κωλυτός
κωλύφιον
κωλύω
κωλωτοειδής
κῶμα
κωμάδιος
κωμάζω
κωμαίνω
κωμαῖος
κώμακον
View word page
κωλυτικός
preventive

ShortDef

preventive

Debugging

Headword:
κωλυτικός
Headword (normalized):
κωλυτικός
Headword (normalized/stripped):
κωλυτικος
IDX:
51598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51599
Key:

Data

{'content': 'preventive'}