Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωλυπηγορέω
κωλυσανέμας
κωλυσίδειπνος
κωλυσιδρόμης
κωλυσιεργέω
κωλυσιεργός
κώλυσις
κωλυτέον
κωλυτέος
κωλυτήριος
κωλυτής
κωλυτικός
κωλυτός
κωλύφιον
κωλύω
κωλωτοειδής
κῶμα
κωμάδιος
κωμάζω
κωμαίνω
κωμαῖος
View word page
κωλυτής
a hinderer

ShortDef

a hinderer

Debugging

Headword:
κωλυτής
Headword (normalized):
κωλυτής
Headword (normalized/stripped):
κωλυτης
IDX:
51597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51598
Key:

Data

{'content': 'a hinderer'}