Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωλύμη
κωλυπηγορέω
κωλυσανέμας
κωλυσίδειπνος
κωλυσιδρόμης
κωλυσιεργέω
κωλυσιεργός
κώλυσις
κωλυτέον
κωλυτέος
κωλυτήριος
κωλυτής
κωλυτικός
κωλυτός
κωλύφιον
κωλύω
κωλωτοειδής
κῶμα
κωμάδιος
κωμάζω
κωμαίνω
View word page
κωλυτήριος
preventive

ShortDef

preventive

Debugging

Headword:
κωλυτήριος
Headword (normalized):
κωλυτήριος
Headword (normalized/stripped):
κωλυτηριος
IDX:
51596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51597
Key:

Data

{'content': 'preventive'}