Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κώλυμα
κωλυμάτιον
κωλύμη
κωλυπηγορέω
κωλυσανέμας
κωλυσίδειπνος
κωλυσιδρόμης
κωλυσιεργέω
κωλυσιεργός
κώλυσις
κωλυτέον
κωλυτέος
κωλυτήριος
κωλυτής
κωλυτικός
κωλυτός
κωλύφιον
κωλύω
κωλωτοειδής
κῶμα
κωμάδιος
View word page
κωλυτέον
one must hinder

ShortDef

one must hinder

Debugging

Headword:
κωλυτέον
Headword (normalized):
κωλυτέον
Headword (normalized/stripped):
κωλυτεον
IDX:
51594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51595
Key:

Data

{'content': 'one must hinder'}