Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωλοτομέω
κώλυμα
κωλυμάτιον
κωλύμη
κωλυπηγορέω
κωλυσανέμας
κωλυσίδειπνος
κωλυσιδρόμης
κωλυσιεργέω
κωλυσιεργός
κώλυσις
κωλυτέον
κωλυτέος
κωλυτήριος
κωλυτής
κωλυτικός
κωλυτός
κωλύφιον
κωλύω
κωλωτοειδής
κῶμα
View word page
κώλυσις
prevention

ShortDef

prevention

Debugging

Headword:
κώλυσις
Headword (normalized):
κώλυσις
Headword (normalized/stripped):
κωλυσις
IDX:
51593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51594
Key:

Data

{'content': 'prevention'}