Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωλοπλάστης
κωλοτομέω
κώλυμα
κωλυμάτιον
κωλύμη
κωλυπηγορέω
κωλυσανέμας
κωλυσίδειπνος
κωλυσιδρόμης
κωλυσιεργέω
κωλυσιεργός
κώλυσις
κωλυτέον
κωλυτέος
κωλυτήριος
κωλυτής
κωλυτικός
κωλυτός
κωλύφιον
κωλύω
κωλωτοειδής
View word page
κωλυσιεργός
hindering from work

ShortDef

hindering from work

Debugging

Headword:
κωλυσιεργός
Headword (normalized):
κωλυσιεργός
Headword (normalized/stripped):
κωλυσιεργος
IDX:
51592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51593
Key:

Data

{'content': 'hindering from work'}