Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κῶλον
κωλοπλάστης
κωλοτομέω
κώλυμα
κωλυμάτιον
κωλύμη
κωλυπηγορέω
κωλυσανέμας
κωλυσίδειπνος
κωλυσιδρόμης
κωλυσιεργέω
κωλυσιεργός
κώλυσις
κωλυτέον
κωλυτέος
κωλυτήριος
κωλυτής
κωλυτικός
κωλυτός
κωλύφιον
κωλύω
View word page
κωλυσιεργέω
hinder, obstruct operations

ShortDef

hinder, obstruct operations

Debugging

Headword:
κωλυσιεργέω
Headword (normalized):
κωλυσιεργέω
Headword (normalized/stripped):
κωλυσιεργεω
IDX:
51591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51592
Key:

Data

{'content': 'hinder, obstruct operations'}