Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωλομετρία
κῶλον
κωλοπλάστης
κωλοτομέω
κώλυμα
κωλυμάτιον
κωλύμη
κωλυπηγορέω
κωλυσανέμας
κωλυσίδειπνος
κωλυσιδρόμης
κωλυσιεργέω
κωλυσιεργός
κώλυσις
κωλυτέον
κωλυτέος
κωλυτήριος
κωλυτής
κωλυτικός
κωλυτός
κωλύφιον
View word page
κωλυσιδρόμης
one who obstructs the course
ShortDef
one who obstructs the course
Debugging
Headword:
κωλυσιδρόμης
Headword (normalized):
κωλυσιδρόμης
Headword (normalized/stripped):
κωλυσιδρομης
IDX:
51590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51591
Key:
Data
{'content': 'one who obstructs the course'}