Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωλοειδής
κωλομετρία
κῶλον
κωλοπλάστης
κωλοτομέω
κώλυμα
κωλυμάτιον
κωλύμη
κωλυπηγορέω
κωλυσανέμας
κωλυσίδειπνος
κωλυσιδρόμης
κωλυσιεργέω
κωλυσιεργός
κώλυσις
κωλυτέον
κωλυτέος
κωλυτήριος
κωλυτής
κωλυτικός
κωλυτός
View word page
κωλυσίδειπνος
interrupting the banquet

ShortDef

interrupting the banquet

Debugging

Headword:
κωλυσίδειπνος
Headword (normalized):
κωλυσίδειπνος
Headword (normalized/stripped):
κωλυσιδειπνος
IDX:
51589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51590
Key:

Data

{'content': 'interrupting the banquet'}