Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωλοβαθριστής
κωλόβαθρον
κωλοειδής
κωλομετρία
κῶλον
κωλοπλάστης
κωλοτομέω
κώλυμα
κωλυμάτιον
κωλύμη
κωλυπηγορέω
κωλυσανέμας
κωλυσίδειπνος
κωλυσιδρόμης
κωλυσιεργέω
κωλυσιεργός
κώλυσις
κωλυτέον
κωλυτέος
κωλυτήριος
κωλυτής
View word page
κωλυπηγορέω
talk grandly
ShortDef
talk grandly
Debugging
Headword:
κωλυπηγορέω
Headword (normalized):
κωλυπηγορέω
Headword (normalized/stripped):
κωλυπηγορεω
IDX:
51587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51588
Key:
Data
{'content': 'talk grandly'}