Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωλικός
κωλοβαθριστής
κωλόβαθρον
κωλοειδής
κωλομετρία
κῶλον
κωλοπλάστης
κωλοτομέω
κώλυμα
κωλυμάτιον
κωλύμη
κωλυπηγορέω
κωλυσανέμας
κωλυσίδειπνος
κωλυσιδρόμης
κωλυσιεργέω
κωλυσιεργός
κώλυσις
κωλυτέον
κωλυτέος
κωλυτήριος
View word page
κωλύμη
hindering
ShortDef
hindering
Debugging
Headword:
κωλύμη
Headword (normalized):
κωλύμη
Headword (normalized/stripped):
κωλυμη
IDX:
51586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51587
Key:
Data
{'content': 'hindering'}