Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωλίζω
κωλικεύομαι
κωλικός
κωλοβαθριστής
κωλόβαθρον
κωλοειδής
κωλομετρία
κῶλον
κωλοπλάστης
κωλοτομέω
κώλυμα
κωλυμάτιον
κωλύμη
κωλυπηγορέω
κωλυσανέμας
κωλυσίδειπνος
κωλυσιδρόμης
κωλυσιεργέω
κωλυσιεργός
κώλυσις
κωλυτέον
View word page
κώλυμα
a hindrance, impediment

ShortDef

a hindrance, impediment

Debugging

Headword:
κώλυμα
Headword (normalized):
κώλυμα
Headword (normalized/stripped):
κωλυμα
IDX:
51584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51585
Key:

Data

{'content': 'a hindrance, impediment'}