Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κωλιάς
κωλίζω
κωλικεύομαι
κωλικός
κωλοβαθριστής
κωλόβαθρον
κωλοειδής
κωλομετρία
κῶλον
κωλοπλάστης
κωλοτομέω
κώλυμα
κωλυμάτιον
κωλύμη
κωλυπηγορέω
κωλυσανέμας
κωλυσίδειπνος
κωλυσιδρόμης
κωλυσιεργέω
κωλυσιεργός
κώλυσις
View word page
κωλοτομέω
cut off limbs

ShortDef

cut off limbs

Debugging

Headword:
κωλοτομέω
Headword (normalized):
κωλοτομέω
Headword (normalized/stripped):
κωλοτομεω
IDX:
51583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51584
Key:

Data

{'content': 'cut off limbs'}