Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κώληψ
Κωλιάς
κωλίζω
κωλικεύομαι
κωλικός
κωλοβαθριστής
κωλόβαθρον
κωλοειδής
κωλομετρία
κῶλον
κωλοπλάστης
κωλοτομέω
κώλυμα
κωλυμάτιον
κωλύμη
κωλυπηγορέω
κωλυσανέμας
κωλυσίδειπνος
κωλυσιδρόμης
κωλυσιεργέω
κωλυσιεργός
View word page
κωλοπλάστης
manufacturer of artificial limbs
ShortDef
manufacturer of artificial limbs
Debugging
Headword:
κωλοπλάστης
Headword (normalized):
κωλοπλάστης
Headword (normalized/stripped):
κωλοπλαστης
IDX:
51582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51583
Key:
Data
{'content': 'manufacturer of artificial limbs'}