Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωλήν
κώληψ
Κωλιάς
κωλίζω
κωλικεύομαι
κωλικός
κωλοβαθριστής
κωλόβαθρον
κωλοειδής
κωλομετρία
κῶλον
κωλοπλάστης
κωλοτομέω
κώλυμα
κωλυμάτιον
κωλύμη
κωλυπηγορέω
κωλυσανέμας
κωλυσίδειπνος
κωλυσιδρόμης
κωλυσιεργέω
View word page
κῶλον
a limb
ShortDef
a limb
Debugging
Headword:
κῶλον
Headword (normalized):
κῶλον
Headword (normalized/stripped):
κωλον
IDX:
51581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51582
Key:
Data
{'content': 'a limb'}