Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωλέα
κωλῆ
κωλήν
κώληψ
Κωλιάς
κωλίζω
κωλικεύομαι
κωλικός
κωλοβαθριστής
κωλόβαθρον
κωλοειδής
κωλομετρία
κῶλον
κωλοπλάστης
κωλοτομέω
κώλυμα
κωλυμάτιον
κωλύμη
κωλυπηγορέω
κωλυσανέμας
κωλυσίδειπνος
View word page
κωλοειδής
in members

ShortDef

in members

Debugging

Headword:
κωλοειδής
Headword (normalized):
κωλοειδής
Headword (normalized/stripped):
κωλοειδης
IDX:
51579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51580
Key:

Data

{'content': 'in members'}