Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωλάριον
κωλέα
κωλῆ
κωλήν
κώληψ
Κωλιάς
κωλίζω
κωλικεύομαι
κωλικός
κωλοβαθριστής
κωλόβαθρον
κωλοειδής
κωλομετρία
κῶλον
κωλοπλάστης
κωλοτομέω
κώλυμα
κωλυμάτιον
κωλύμη
κωλυπηγορέω
κωλυσανέμας
View word page
κωλόβαθρον
stilt
ShortDef
stilt
Debugging
Headword:
κωλόβαθρον
Headword (normalized):
κωλόβαθρον
Headword (normalized/stripped):
κωλοβαθρον
IDX:
51578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51579
Key:
Data
{'content': 'stilt'}