Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κωλακρετέω
κωλακρέτης
κωλάριον
κωλέα
κωλῆ
κωλήν
κώληψ
Κωλιάς
κωλίζω
κωλικεύομαι
κωλικός
κωλοβαθριστής
κωλόβαθρον
κωλοειδής
κωλομετρία
κῶλον
κωλοπλάστης
κωλοτομέω
κώλυμα
κωλυμάτιον
κωλύμη
View word page
κωλικός
suffering in the colon, having colic
ShortDef
suffering in the colon, having colic
Debugging
Headword:
κωλικός
Headword (normalized):
κωλικός
Headword (normalized/stripped):
κωλικος
IDX:
51576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51577
Key:
Data
{'content': 'suffering in the colon, having colic'}