Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωκύω
κωλακρετέω
κωλακρέτης
κωλάριον
κωλέα
κωλῆ
κωλήν
κώληψ
Κωλιάς
κωλίζω
κωλικεύομαι
κωλικός
κωλοβαθριστής
κωλόβαθρον
κωλοειδής
κωλομετρία
κῶλον
κωλοπλάστης
κωλοτομέω
κώλυμα
κωλυμάτιον
View word page
κωλικεύομαι
suffer from colic

ShortDef

suffer from colic

Debugging

Headword:
κωλικεύομαι
Headword (normalized):
κωλικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
κωλικευομαι
IDX:
51575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51576
Key:

Data

{'content': 'suffer from colic'}