Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωθωνιστής
κωθωνοειδής
κωθωνοπλύτης
κωθωνοποιός
κωθωνόχειλος
κώκυμα
κωκυτίς
κωκυτός
Κωκυτός
κωκύω
κωλακρετέω
κωλακρέτης
κωλάριον
κωλέα
κωλῆ
κωλήν
κώληψ
Κωλιάς
κωλίζω
κωλικεύομαι
κωλικός
View word page
κωλακρετέω
to be a κωλακρέτης

ShortDef

to be a κωλακρέτης

Debugging

Headword:
κωλακρετέω
Headword (normalized):
κωλακρετέω
Headword (normalized/stripped):
κωλακρετεω
IDX:
51566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51567
Key:

Data

{'content': 'to be a κωλακρέτης'}