Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωθωνιστήριον
κωθωνιστής
κωθωνοειδής
κωθωνοπλύτης
κωθωνοποιός
κωθωνόχειλος
κώκυμα
κωκυτίς
κωκυτός
Κωκυτός
κωκύω
κωλακρετέω
κωλακρέτης
κωλάριον
κωλέα
κωλῆ
κωλήν
κώληψ
Κωλιάς
κωλίζω
κωλικεύομαι
View word page
κωκύω
to shriek, cry, wail

ShortDef

to shriek, cry, wail

Debugging

Headword:
κωκύω
Headword (normalized):
κωκύω
Headword (normalized/stripped):
κωκυω
IDX:
51565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51566
Key:

Data

{'content': 'to shriek, cry, wail'}