Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωθωνίζω
κωθωνισμός
κωθωνιστήριον
κωθωνιστής
κωθωνοειδής
κωθωνοπλύτης
κωθωνοποιός
κωθωνόχειλος
κώκυμα
κωκυτίς
κωκυτός
Κωκυτός
κωκύω
κωλακρετέω
κωλακρέτης
κωλάριον
κωλέα
κωλῆ
κωλήν
κώληψ
Κωλιάς
View word page
κωκυτός
a shrieking, wailing

ShortDef

a shrieking, wailing
Cocytus

Debugging

Headword:
κωκυτός
Headword (normalized):
κωκυτός
Headword (normalized/stripped):
κωκυτος
IDX:
51563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51564
Key:

Data

{'content': 'a shrieking, wailing'}