Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κώθων
κωθωνία
κωθωνίζω
κωθωνισμός
κωθωνιστήριον
κωθωνιστής
κωθωνοειδής
κωθωνοπλύτης
κωθωνοποιός
κωθωνόχειλος
κώκυμα
κωκυτίς
κωκυτός
Κωκυτός
κωκύω
κωλακρετέω
κωλακρέτης
κωλάριον
κωλέα
κωλῆ
κωλήν
View word page
κώκυμα
a shriek, wail

ShortDef

a shriek, wail

Debugging

Headword:
κώκυμα
Headword (normalized):
κώκυμα
Headword (normalized/stripped):
κωκυμα
IDX:
51561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51562
Key:

Data

{'content': 'a shriek, wail'}