Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κώδυον
κώδων
κωδωνίζω
κωδώνιον
κωδωνόκροτος
κωδωνοφαλαρόπωλος
κωδωνοφορέω
Κώης
κώθων
κωθωνία
κωθωνίζω
κωθωνισμός
κωθωνιστήριον
κωθωνιστής
κωθωνοειδής
κωθωνοπλύτης
κωθωνοποιός
κωθωνόχειλος
κώκυμα
κωκυτίς
κωκυτός
View word page
κωθωνίζω
make drunken

ShortDef

make drunken

Debugging

Headword:
κωθωνίζω
Headword (normalized):
κωθωνίζω
Headword (normalized/stripped):
κωθωνιζω
IDX:
51553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51554
Key:

Data

{'content': 'make drunken'}