Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κῴδιον
κῳδιοφόρος
κωδύα
κώδυια
κώδυον
κώδων
κωδωνίζω
κωδώνιον
κωδωνόκροτος
κωδωνοφαλαρόπωλος
κωδωνοφορέω
Κώης
κώθων
κωθωνία
κωθωνίζω
κωθωνισμός
κωθωνιστήριον
κωθωνιστής
κωθωνοειδής
κωθωνοπλύτης
κωθωνοποιός
View word page
κωδωνοφορέω
to carry the bell round, to visit the sentinels

ShortDef

to carry the bell round, to visit the sentinels

Debugging

Headword:
κωδωνοφορέω
Headword (normalized):
κωδωνοφορέω
Headword (normalized/stripped):
κωδωνοφορεω
IDX:
51549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51550
Key:

Data

{'content': 'to carry the bell round, to visit the sentinels'}