Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κωβῖτις
κωβιώδης
κῳδάριον
κωδᾶς
κώδεια
κωδικίλλος
κῴδιον
κῳδιοφόρος
κωδύα
κώδυια
κώδυον
κώδων
κωδωνίζω
κωδώνιον
κωδωνόκροτος
κωδωνοφαλαρόπωλος
κωδωνοφορέω
Κώης
κώθων
κωθωνία
κωθωνίζω
View word page
κώδυον
head

ShortDef

head

Debugging

Headword:
κώδυον
Headword (normalized):
κώδυον
Headword (normalized/stripped):
κωδυον
IDX:
51543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51544
Key:

Data

{'content': 'head'}