Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κώβαλοι
κωβήλη
κωβιός
κωβῖτις
κωβιώδης
κῳδάριον
κωδᾶς
κώδεια
κωδικίλλος
κῴδιον
κῳδιοφόρος
κωδύα
κώδυια
κώδυον
κώδων
κωδωνίζω
κωδώνιον
κωδωνόκροτος
κωδωνοφαλαρόπωλος
κωδωνοφορέω
Κώης
View word page
κῳδιοφόρος
clad in sheepskin

ShortDef

clad in sheepskin

Debugging

Headword:
κῳδιοφόρος
Headword (normalized):
κῳδιοφόρος
Headword (normalized/stripped):
κωδιοφορος
IDX:
51540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51541
Key:

Data

{'content': 'clad in sheepskin'}