Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κυφωνισμός
κύφωσις
κύχραμος
Κυχρεῖος
κυψέλη
Κυψελίδαι
κυψέλιον
κυψελίς
κυψελόβυστος
Κύψελος
κύω
κύων
Κῳακός
κῶας
κωβάθια
κώβαλοι
κωβήλη
κωβιός
κωβῖτις
κωβιώδης
κῳδάριον
View word page
κύω
to conceive
ShortDef
to conceive
Debugging
Headword:
κύω
Headword (normalized):
κύω
Headword (normalized/stripped):
κυω
IDX:
51525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51526
Key:
Data
{'content': 'to conceive'}