Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κύφων
κυφώνιον
κυφωνισμός
κύφωσις
κύχραμος
Κυχρεῖος
κυψέλη
Κυψελίδαι
κυψέλιον
κυψελίς
κυψελόβυστος
Κύψελος
κύω
κύων
Κῳακός
κῶας
κωβάθια
κώβαλοι
κωβήλη
κωβιός
κωβῖτις
View word page
κυψελόβυστος
stopped up with wax

ShortDef

stopped up with wax

Debugging

Headword:
κυψελόβυστος
Headword (normalized):
κυψελόβυστος
Headword (normalized/stripped):
κυψελοβυστος
IDX:
51523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51524
Key:

Data

{'content': 'stopped up with wax'}