Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κύφωμα
κύφων
κυφώνιον
κυφωνισμός
κύφωσις
κύχραμος
Κυχρεῖος
κυψέλη
Κυψελίδαι
κυψέλιον
κυψελίς
κυψελόβυστος
Κύψελος
κύω
κύων
Κῳακός
κῶας
κωβάθια
κώβαλοι
κωβήλη
κωβιός
View word page
κυψελίς
wax in the ears

ShortDef

wax in the ears

Debugging

Headword:
κυψελίς
Headword (normalized):
κυψελίς
Headword (normalized/stripped):
κυψελις
IDX:
51522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51523
Key:

Data

{'content': 'wax in the ears'}