Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυφοειδής
κυφόνωτος
κυφόομαι
κυφός
κῦφος
Κύφος
κυφότης
κύφω
κύφωμα
κύφων
κυφώνιον
κυφωνισμός
κύφωσις
κύχραμος
Κυχρεῖος
κυψέλη
Κυψελίδαι
κυψέλιον
κυψελίς
κυψελόβυστος
Κύψελος
View word page
κυφώνιον
salve

ShortDef

salve

Debugging

Headword:
κυφώνιον
Headword (normalized):
κυφώνιον
Headword (normalized/stripped):
κυφωνιον
IDX:
51514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51515
Key:

Data

{'content': 'salve'}