Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυφαγωγός
κύφελλα
κῦφι
κυφογέρων
κυφοειδής
κυφόνωτος
κυφόομαι
κυφός
κῦφος
Κύφος
κυφότης
κύφω
κύφωμα
κύφων
κυφώνιον
κυφωνισμός
κύφωσις
κύχραμος
Κυχρεῖος
κυψέλη
Κυψελίδαι
View word page
κυφότης
a being bent

ShortDef

a being bent

Debugging

Headword:
κυφότης
Headword (normalized):
κυφότης
Headword (normalized/stripped):
κυφοτης
IDX:
51510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51511
Key:

Data

{'content': 'a being bent'}