Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κύτωρος
κυφαγωγέω
κυφαγωγός
κύφελλα
κῦφι
κυφογέρων
κυφοειδής
κυφόνωτος
κυφόομαι
κυφός
κῦφος
Κύφος
κυφότης
κύφω
κύφωμα
κύφων
κυφώνιον
κυφωνισμός
κύφωσις
κύχραμος
Κυχρεῖος
View word page
κῦφος
hump, hunch

ShortDef

hump, hunch

Debugging

Headword:
κῦφος
Headword (normalized):
κῦφος
Headword (normalized/stripped):
κυφος
IDX:
51508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51509
Key:

Data

{'content': 'hump, hunch'}