Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκυλόδειρος
ἀγκυλόδους
ἀγκυλοειδής
ἀγκυλοκοπέω
ἀγκυλόκυκλος
ἀγκυλόκωλος
ἀγκυλομαχία
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκύλωμα
ἀγκύλωσις
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρίζω
ἀγκύριον
ἀγκύρισμα
View word page
ἀγκυλότοξος
with curved bow

ShortDef

with curved bow

Debugging

Headword:
ἀγκυλότοξος
Headword (normalized):
ἀγκυλότοξος
Headword (normalized/stripped):
αγκυλοτοξος
IDX:
514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-515
Key:

Data

{'content': 'with curved bow'}