Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυρτοβόλος
κυρτοειδής
κυρτός
κύρτος
κυρτότης
κυρτόω
κύρτωμα
κυρτών
Κυρτώνιον
κύρτωσις
κυρτωτός
Κυρωνίδης
κύρωσις
κυρωτήρ
κυρωτής
κύσθος
κυσολέσχης
κύστη
κύστιον
κύστις
κυστόφιλος
View word page
κυρτωτός
hunchbacked

ShortDef

hunchbacked

Debugging

Headword:
κυρτωτός
Headword (normalized):
κυρτωτός
Headword (normalized/stripped):
κυρτωτος
IDX:
51476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51477
Key:

Data

{'content': 'hunchbacked'}