Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κύρνος
Κῦρος
κῦρος
κυρόω
κυρσάνιος
κυρσερίδες
κυρταίνω
κυρταύχην
κυρτεία
κυρτεύς
κυρτευτής
κύρτη
κυρτήν
κυρτία
κυρτιάω
κυρτίδιον
κυρτίς
κυρτοβόλος
κυρτοειδής
κυρτός
κύρτος
View word page
κυρτευτής
one that fishes with the κύρτη
ShortDef
one that fishes with the κύρτη
Debugging
Headword:
κυρτευτής
Headword (normalized):
κυρτευτής
Headword (normalized/stripped):
κυρτευτης
IDX:
51459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51460
Key:
Data
{'content': 'one that fishes with the κύρτη'}