Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κύπριος
Κύπριος
Κύπρις
κυπρισμός
Κυπρογενής
Κυπρόθεν
Κύπρονδε
Κύπρος
κύπρος
κυπτάζω
κυπτός
κύπτω
κυρβασία
κύρβεις
Κύρειος
κυρέω
κυρηβάζω
κυρηβασία
κυρηβάτης
κυρήβια
κυρηβιοπώλης
View word page
κυπτός
crooked, distorted (LSJ suppl)

ShortDef

crooked, distorted (LSJ suppl)

Debugging

Headword:
κυπτός
Headword (normalized):
κυπτός
Headword (normalized/stripped):
κυπτος
IDX:
51408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51409
Key:

Data

{'content': 'crooked, distorted (LSJ suppl)'}