Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδειρος
ἀγκυλόδους
ἀγκυλοειδής
ἀγκυλοκοπέω
ἀγκυλόκυκλος
ἀγκυλόκωλος
ἀγκυλομαχία
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκύλωμα
ἀγκύλωσις
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρίζω
ἀγκύριον
View word page
ἀγκύλος
crooked, curved

ShortDef

crooked, curved

Debugging

Headword:
ἀγκύλος
Headword (normalized):
ἀγκύλος
Headword (normalized/stripped):
αγκυλος
IDX:
513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-514
Key:

Data

{'content': 'crooked, curved'}