Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κύπελλον
κυπελλοτόκος
κυπελλοφόρος
κυπελλοχάρων
κυπερίζω
κύπερον
κύπη
κύπηρις
κυπόω
Κυπρίδιος
κυπρίζω
κυπρῖνος
κύπρινος
κύπρινος2
κύπριος
Κύπριος
Κύπρις
κυπρισμός
Κυπρογενής
Κυπρόθεν
Κύπρονδε
View word page
κυπρίζω
bloom
ShortDef
bloom
Debugging
Headword:
κυπρίζω
Headword (normalized):
κυπρίζω
Headword (normalized/stripped):
κυπριζω
IDX:
51394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51395
Key:
Data
{'content': 'bloom'}