Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κυνυλαγμός
κυνώ
κυνώδης
κυνώπης
κυνωτός
κύνωψ
κυόεις
κυοτοκία
κυοτροφία
κυοφορέω
κυοφόρησις
κυοφόρος
Κυπαρισσήεις
Κυπαρισσία
κυπαρισσίας
κυπαρίσσινος
κυπαρισσόκομος
κυπαρισσόροφος
κυπάρισσος
Κυπάρισσος
κυπαρισσών
View word page
κυοφόρησις
pregnancy

ShortDef

pregnancy

Debugging

Headword:
κυοφόρησις
Headword (normalized):
κυοφόρησις
Headword (normalized/stripped):
κυοφορησις
IDX:
51369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51370
Key:

Data

{'content': 'pregnancy'}