Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κύντερος
κυνυλαγμός
κυνώ
κυνώδης
κυνώπης
κυνωτός
κύνωψ
κυόεις
κυοτοκία
κυοτροφία
κυοφορέω
κυοφόρησις
κυοφόρος
Κυπαρισσήεις
Κυπαρισσία
κυπαρισσίας
κυπαρίσσινος
κυπαρισσόκομος
κυπαρισσόροφος
κυπάρισσος
Κυπάρισσος
View word page
κυοφορέω
to be pregnant

ShortDef

to be pregnant

Debugging

Headword:
κυοφορέω
Headword (normalized):
κυοφορέω
Headword (normalized/stripped):
κυοφορεω
IDX:
51368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-51369
Key:

Data

{'content': 'to be pregnant'}